- παλιλ(λ)αλία
- ηδιαταραχή τού λόγου, που χαρακτηρίζεται από ακούσια και συχνή επανάληψη τής ίδιας συλλαβής ή λέξης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palilalia (< πάλι + -λαλία < λάλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιλ(λ)αλικός — ή, ό [παλιλ(λ)αλία] αυτός που πάσχει από παλιλλαλία … Dictionary of Greek